- χρηματίζω
- χρηματίζωnegotiatepres subj act 1st sgχρηματίζωnegotiatepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρηματίζω — χρηματίζω, χρημάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: χρηματίζω – χρηματίζομαι : η έννοια διαφοροποιείται. Το χρηματίζω σημαίνει → ασκώ (κυρίως δημόσια) υπηρεσία. Το χρηματίζομαι → δωροδοκούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek
χρηματίζω — χρημάτισα, χρηματίστηκα 1. στην ενεργ. φωνή μόνο ο αόρ. είναι σε χρήση και σημαίνει άσκησα δημόσια υπηρεσία, υπήρξα: Χρημάτισε υπουργός στην κυβέρνηση Βενιζέλου. 2. το μέσο, χρηματίζομαι σημαίνει κερδίζω χρήματα, δωροδοκούμαι: Αποδείχτηκε πως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεχρηματισμένα — χρηματίζω negotiate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίζετε — χρηματίζω negotiate pres imperat act 2nd pl χρηματίζω negotiate pres ind act 2nd pl χρηματίζω negotiate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίζῃ — χρηματίζω negotiate pres subj mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres ind mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσουσι — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσουσιν — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσω — χρηματίζω negotiate aor subj act 1st sg χρηματίζω negotiate fut ind act 1st sg χρηματίζω negotiate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχρηματίσθην — χρηματίζω negotiate plup ind mp 3rd dual χρηματίζω negotiate aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) χρηματίζω negotiate aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)